- ἀνισοσκελής
- ἀνισοσκελήςwith uneven legsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανισοσκελής — (ούς,) ές (Α ἀνισοσκελής) αυτός που έχει άνισα σκέλη νεοελλ. φρ. 1. «ανισοσκελές τρίγωνο» τρίγωνο του οποίου οι δύο μεγαλύτερες πλευρές έχουν άνισο μήκος 2. «ανισοσκελής προϋπολογισμός» εκείνος ο οποίος δεν έχει ισοσκελισμένα έσοδα και έξοδα … Dictionary of Greek
ἀνισοσκελῆ — ἀνισοσκελής with uneven legs neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀνισοσκελής with uneven legs masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀνισοσκελής with uneven legs masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνισοσκελεῖς — ἀνισοσκελής with uneven legs masc/fem acc pl ἀνισοσκελής with uneven legs masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνισοσκελές — ἀνισοσκελής with uneven legs masc/fem voc sg ἀνισοσκελής with uneven legs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνισοσκελοῦς — ἀνισοσκελής with uneven legs masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνισοσκελῶν — ἀνισοσκελής with uneven legs masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετεροσκελής — ές (ΑΜ ἑτεροσκελής, ές) νεοελλ. μσν. (για ανθρώπους) αυτός που έχει το ένα μόνο από τα δύο πόδια, ο ανισοσκελής, ο ετερόπους, ο χωλός, ο κουτσός νεοελλ. φρ. «ετεροσκελής ισολογισμός» α) ο ισολογισμός που περιέχει μόνο το κεφάλαιο τών εσόδων ή τών … Dictionary of Greek
ανισοσκέλεια — η ιδιότητα του ανισοσκελούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανισοσκελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς («ανισοσκέλεια προϋπολογισμού»)] … Dictionary of Greek
σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ … Dictionary of Greek
σκαληνός — ή, ό / σκαληνός, ή, όν, ΝΑ, θηλ. και ός, Α 1. άνισος, ασύμμετρος, ανισοσκελής 2. φρ. α) «σκαληνό(ν) τρίγωνο(ν)» τρίγωνο που έχει και τις τρεις πλευρές του άνισες β) «σκαληνοί μύες» τρεις μύες τής πλάγιας τραχηλικής χώρας, ο πρόσθιος, ο μέσος και… … Dictionary of Greek